- πιπεράτος
- -η, -ο / πεπεράτος, -ον, ΝΜ [πίπερι]αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζεινεοελλ.μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικόςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτονείδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση.
Dictionary of Greek. 2013.